μια νύχτα ξάπλωσες για λίγο το κορμί σου.
Και το ξημέρωμα, κρυφά, χίλια χρυσάνθεμα λευκά
είχαν φυτρώσει στο καλούπι της μορφής σου.
Δεν τα αντίκρυσε κανείς, μονάχα η θάλασσα θαρρείς,
που την αρμύρα της τη φύλαξε μη φτάσει
στα πέταλα τους τα μικρά, να μη μαράνει τα φτερά
που εκεί ξαπόστασες για λίγο πριν χαράξει...
(Πλασμένοι από θάλασσα)
τελειοοοο....
ΑπάντησηΔιαγραφή