17 Ιανουαρίου 2014

Λάβα














Λάβα που χύνεται αργά σαρώνει την ψυχή σου
και σβήνει μεσ'το διάβα της όσα τα συναντάει.
Φωτιά που θάνατο σκορπά, μα και ζωή συνάμα
κι ας θέλει χρόνο να το δεις.
Κι ας θες να της ξεφύγεις.
Το ξέρεις όμως, δε μπορείς...

Σαν θα ξυπνήσει η φωτιά που κοίμιζες στα στήθη,
κάθε ανάσα σου πνοή της ύπαρξής της θα'ναι.
Κι ας ξέρει πώς να σου κρυφτεί.
Κι ας θέλεις να την κρύψεις.
Όποιος γνωρίζει δύναμη πως έχει, δεν τη δείχνει,
να σε τρομάξει δε ζητά κι ούτε να την προσμένεις.

Μα θα'ρθει η ώρα να τη δεις, αιχμάλωτος σαν θα ΄σαι
δεμένος μεσ'τις φλόγες της, αργά παραδομένος.
Απ'τα δεσμά της μη θαρρείς να απαλλαγείς πως ξέρεις.
Θα σε τυλίγει πιο σφιχτά, περίτεχνα θα δένει
κάθε της φλόγα χωριστά.
Λάβα ώσπου να γίνεις!

(Πλασμένοι από θάλασσα)